λιποθυμισμένος

λιποθυμισμένος
η , ο
1) см. λιπόθυμος; 2) затихающий; еле-еле звучащий, слабый (о звуке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λιποθυμισμένος" в других словарях:

  • λιποθυμώ — άω και έω (AM λιποθυμῶ, έω) υφίσταμαι λιποθυμία νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λιποθυμισμένος, η, ο α) λιπόθυμος β) μτφ. (για ήχο) πολύ σιγανός, ξεψυχισμένος («ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος», Σολωμ.) μσν. μένω άπνους, νεκρός, πεθαίνω… …   Dictionary of Greek

  • ημιαναίσθητος — η, ο 1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία 2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του α) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφορος β) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος. επίρρ... ημιαναισθήτως και α με ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.… …   Dictionary of Greek

  • λιποθυμάω — / λιποθυμώ (παρατατ. συνήθως ούσα), λιποθύμησα, λιποθυμισμένος βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιποθυμώ — λιποθυμάω / λιποθυμώ (παρατατ. συνήθως ούσα), λιποθύμησα, λιποθυμισμένος βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιποθυμώ — λιποθύμησα, λιποθυμισμένος, αμτβ., χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ: Λιποθύμησε από τη ζέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπόθυμος, -η — ο εκείνος που έχει λιποθυμήσει, ο λιποθυμισμένος: Τρόμαξαν καθώς τον είδαν λιπόθυμο στη μέση του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»